- ἀπιστόφιλος
- ἀπιστόφῐλος, ον,A loving unbelief, Orac. ap. Phleg.Mir.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπιστόφιλος — loving unbelief masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιστόφιλοι — ἀπιστόφιλος loving unbelief masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek